στρογγυλοειδής

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [stroɲ.ɟi.lo.iˈðis]

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. okrouhlý, kulatý, kulovitý, kouli nebo kruhu podobný
  2. (odborně) strongyloidní

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ στρογγυλοειδής στρογγυλοειδής στρογγυλοειδές στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδή
genitiv στρογγυλοειδούς στρογγυλοειδούς στρογγυλοειδούς στρογγυλοειδών στρογγυλοειδών στρογγυλοειδών
akuzativ στρογγυλοειδή(ν) στρογγυλοειδή στρογγυλοειδές στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδή
vokativ στρογγυλοειδής στρογγυλοειδής στρογγυλοειδές στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδείς στρογγυλοειδή

související

editovat

starořečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [stroŋ.ɡy.lo.ɛɪ̯.dɛ̌ːs], [stroŋ.ɡu.lo.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [stroɲ.ɟi.lo.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno

editovat
  • dvojvýchodné

význam

editovat
  1. okrouhlý, kulatý, kulovitý, kouli nebo kruhu podobný
  2. (přeneseně) uhlazený
  3. výstižný, trefný

skloňování

editovat
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ στρογγυλοειδής στρογγυλοειδής στρογγυλοειδές στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδῆ
genitiv στρογγυλοειδοῦς στρογγυλοειδοῦς στρογγυλοειδοῦς στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδῶν στρογγυλοειδῶν στρογγυλοειδῶν
dativ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδοῖν στρογγυλοειδέσιν στρογγυλοειδέσιν στρογγυλοειδέσιν
akuzativ στρογγυλοειδῆ στρογγυλοειδῆ στρογγυλοειδές στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδῆ
vokativ στρογγυλοειδές στρογγυλοειδές στρογγυλοειδές στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖ στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδεῖς στρογγυλοειδῆ

související

editovat