παίρνω
Možná hledáte περνώ.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ˈper.nɔ]
sloveso
editovat- tranzitivní
- nepravidelné
význam
editovat- brát, vzít
- Πάρε την τσάντα σου και έλα μαζί μας. – Vem si tašku a pojď s námi.
- Είναι καλό παιδί, πήρε το σκουπίδι από το πάτωμα και το πέταξε στο καλάθι απορριμάτων. – Je slušně vychovaný, sebral odpadek ze země a vyhodil ho do odpadkového koše.
- Γιατί παίρνεις πάντα λαχανικά από το σουπερμάρκετ και όχι από τη λαϊκή; – Proč vždycky kupuješ zeleninu v samoobsluze a ne na trhu?
- dostávat, dostat, získat
- Παίρνει γράμμα από το στρατευμένο της αδερφό κάθε 2-3 μέρες – Dostává dopis od svého bratra na vojně každé dva až tři dny.
- παίρνω τρεις βδομάδες άδεια το χρόνο ενώ ο φίλος μου ένα μήνα – já dostávám tři tpýdny dovolené a kamarád celý měsíc
- vzít s sebou, brát s sebou
- είναι λίγο ιδιόρρυθμος τύπος... πχ. παίρνει το σκύλο μαζί του και στο γραφείο – je poněkud svérázný... např. si bere psa s sebou i do kanceláře
- telefonovat, zavolat, zatelefonovat, brnknout
- Να σε πάρω αύριο ή να σε ξαναπάρω ακόμα σήμερα; Θα με πάρεις εσύ; – Mám ti zavolat zítra, nebo ještě dnes? Anebo mi zavoláš ty?
synonyma
editovatslovní spojení
editovatfráze a idiomy
editovat- τα παίρνω πίσω
- να πάρει ο διάολος! (vem to čert!)
- παίρνω σβάρνα
- παίρνω τοις μετρητοίς (vzít za bernou minci)